- ιερολογικός
- -ή, -ό [ιερολογία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιερολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιερολογικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην ιερολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)